περικεφάλαια

περικεφάλαια
περικεφάλαιος
round the head
neut nom/voc/acc pl
περικεφαλαία
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περικεφαλαία — περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφάλαιος round the head fem nom/voc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc/acc dual περικεφαλαίᾱ , περικεφαλαία fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαίᾳ — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαία — Ο όρος αναφέρεται στα αρχαία χρόνια και σημαίνει προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού των πολεμιστών, κράνος. Η λέξη π. αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Στον Όμηρο αναφέρεται ως κυνή δηλ. π. από δέρμα κυνός (σκύλου), που τη… …   Dictionary of Greek

  • περικεφαλαία — η πολεμικό κάλυμμα της κεφαλής στους αρχαίους, σημ. κράνος, το. Φρ., «Βλάκας με περικεφαλαία», βλάκας σε μεγάλο βαθμό, ώστε να είναι ευδιάκριτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περικεφαλαίας — περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφάλαιος round the head fem gen sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem acc pl περικεφαλαίᾱς , περικεφαλαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… …   Dictionary of Greek

  • περικεφαλαίαι — περικεφαλαίᾱͅ , περικεφάλαιος round the head fem dat sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱͅ , περικεφαλαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαίαν — περικεφαλαίᾱν , περικεφάλαιος round the head fem acc sg (attic doric aeolic) περικεφαλαίᾱν , περικεφαλαία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαιῶν — περικεφαλαία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικεφαλαῖαι — περικεφαλαία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”